-
1 ἐπ-άλληλος
ἐπ-άλληλος, auch fem. ἐπαλλήλη, D. Sic. 3, 53; einer auf den andern, dicht auf einander, dicht gedrängt; φάλαγξ Pol. 2, 69, 9; τάξεις 11, 11, 7 u. Sp.; χιὼν πυκνὴ καὶ ἐπ. Alciphr. 1, 23; ἡδοναί Hdn. 1, 13, 15 u. öfter; βοή, anhaltendes Geschrei, 2, 7, 6. – Bei Soph. Ant. 57 hat Hermann μόρον κοινὸν κατειργάσαντ' ἐπαλλήλοιν χεροῖν für ἐπ' ἀλλ. emend., wechselseitig morden.
См. также в других словарях:
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek